μελαινέων

μελαινέων
μέλαινα
fem gen pl (epic ionic)
μέλας
black
fem gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μελαινεῶν — Μελαινεός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαινέων — Μελαίνα fem gen pl (epic ionic) Μελαίνευς masc gen pl Μελαινεύς masc gen pl Μελαινέω̆ν , Μελαινεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”